-
1 влияние
(воздействие) η επίδραση, η επιρροήРусско-греческий словарь научных и технических терминов > влияние
-
2 датчик
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > датчик
-
3 определение
1. (установление, нахождение) о προσδιορισμός, η εύρεση- твёрдости по Роквеллу η μέτρηση της σκληρότητας με τη μέθοδο του Ρόκγουελ/Rockwell2. (формулировка, раскрывающая содержание) о ορισμόςрекурсивное - мат. αναδρομικός -3. грам. о ονοματικός προσδιορισμός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > определение
-
4 падение
1. (опускание, уменьшение, ослабевание, понижение) η πτώσηсвободное - тела физ. ελεύθερη - (ενός) σώματοςсезонное - эк. εποχι(α)κή -- температуры тех. - της θερμοκρασίας2. (уклон, наклон) η κατηφοριά 3. (на поверхность луча света или другого излучения) η πρόσπτωση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > падение
-
5 инверсия
1. тех. η αναστροφή, η αντιστροφή 2. биол. η μετάθεση, η αναστροφή, η αντιστροφή 3. (лингв., литер.) το υπερβατό.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > инверсия
-
6 повышение
(увеличение) η αύξηση, η ανύψωσηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > повышение
-
7 изменение
η αλλαγή, η μεταβολή, η μετατροπή, η τροποποίηση- во времени - στο χρόνο, χρονική -- в цене (торг.фин.) - τιμής- знака - σήμα-τος/συμβόλου- цен (торг.фин.) - των τιμώνРусско-греческий словарь научных и технических терминов > изменение
-
8 спад
1. тех. η μείωση, η πτώση 2. эк. η ύφεση, η πτώσηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > спад
-
9 πτώση
[-ώσις (-εως)] η1) падение (тж. перен.); снижение, понижение; спад;πτώση των φύλλων — опадание листьев;
πτώση της κυβέρνησης — падение правительства;
πτώση των τιμών — падение, снижение цен;
πτώση της θερμοκρασίας — понижение температуры;
πτώση του ενδιαφέροντος — уменьшение, спад интереса;
2) мед. опущение (желудка и т. п.);3) падение, сдача (крепости, города); 4) грам, падеж;ονομαστική πτώση — именительный падеж;
γενική πτώση — родительный падеж;
δοτική πτώση — дательный падеж;
αιτιατική πτώση — винительный падеж;
κλητική πτώση — звательный падеж
-
10 высота
-ы θ.1. το ύψος, το ψήλος•высота дома το ύψος του σπιτιού•
высота над уровнем моря το υψόμετρο• υψοδείχτης•
высота полета το ύψος πτήσης•
набирать -у πετώ προς τα πάνω, ανίπταμαι, υψώνομαι•
в -е στα οψη•
на -е 10 м. σε υψος 10 μ.
2. ύψωμα, λόφος, βουναλάκι• κο•высота мантные -ы (στρατ;) τα δεσπόζοντα υψώματα.
3. βαθμός• μέγεθος•высота давления ύψος πίεσης•
температуры το ύψος της θερμοκρασίας•
высота знаний το μέγεθος των γνώσεων•
высота техники το ύψος της τεχνικής.
εκφρ.быть ή оказаться на -е положения – στέκομαι στο ύψος των περιστάσεων. -
11 понижение
-я ουδ.1. ελάττωση, μείωση, λιγόστεμα• κατέβασμα• πτώση•понижение цен μείωση των τιμών•
голоса χαμήλωμα της φωνής•
понижение температуры πτώση της θερμοκρασίας.
|| υποβίβαση•понижение должности υποβίβαση του αξιώματος.
2. χαμηλό μέρος. -
12 при
(πρόθεση).1. (για τόπο) πλησίον,κοντά, σιμά, παρά, εγγύς, κατά•при входе стоит часовой κοντά στην είσοδο στέκεται σκοπός•
город при реке παραποτάμια πόλη•
жить при станции ζω κοντά στο σταθμό•
при совете министров παρά το υπουργικό συμβούλιο•
сражение при фермопилах η μάχη στις Θερμοπύλες•
при институте κοντά στο Ινστιτούτο•
ясли заводе βρεφικός σταθμός κοντά στο εργοστάσιο•
поставить при себе τοποθετώ κοντά μου.
2. μπροστά, ενώπιον, επι παρουσία•при снохе ни говори такие вещи μπροστά στη νύφη μη μιλάς τέτοια πράματα•
при мне он ничего не сказал μπροστά μου αυτός δεν είπε τίποτε.
3. (για χρόνο)• κατά•при отъезде κατά την αναχώρηση•
при входе κατά την είσοδο•
при обыске κατά την έρευνα.
|| σε • κατά•темно, при каждом шорохе она вздрагивала ήταν σκοτάδι, σε κάθε θρόισμα αυτή σάστιζε.
|| (για συνθήκες, περιβάλλον) κατά, σε•при резкой изменении температуры κατά την απότομη αλλαγή της θερμοκρασίας.
4. (για ύπαρξη αντικειμένων, πραγμάτων κ.τ.τ.) με•он всегда был при деньгах αυτός πάντοτε ήταν με χρήματα ή είχε χρήματα.
5. με, χάρη σε•при содействии друзей με τη συνδρομή των φίλων•
при помоши сестры με τη βοήθεια της αδερφής.
6. μαζί, μετά•надо иметь при себе справку с места работы πρέπει να έχεις μαζί σου βεβαίωση από τον τόπο εργασίας•
прилагая при см βάζοντας (υποβάλλοντας) συνημμένα.
7. επί, τον καιρό•при царе επί τσάρου.
8. παρά, ενάντια•при всём его желании παρ όλη του τη θέληση.
-
13 резкий
резк||ийприл1. (острый, пронизывающий) ὁξύς, διαπεραστικός, δριμύς/ δυνατός, σφοδρός (сильный)· \резкий ветер ὁ σφοδρός ἀνεμος· \резкий холод τό δριμύ (или τό διαπεραστικόΜ) κρύο·2. (внезапный, значительный) ἀπότομος:\резкийое повышение температуры ἡ ἀπότομη ἀνοδος τής θερμοκρασίας·3. (неприятно действующий) δριμύς, βαρύς:\резкий запах ἡ βαρειά μυρωδ-ύ· \резкий голос ἡ διαπεραστική φωνή· \резкийие тона (цвета) τά χτυπητά χρώματα·4. (грубо очерченный) ἀδρός, ἐντονος:\резкийие черты липа τά ἐντονα χαρακτηριστικά τοῦ προσώπου·5. (прямой, дерзкий) τραχύ.:, δριμύς, ἀπότομος:\резкий отпет ἡ ἀπότομη ἀπάντηση· \резкийие возражения οἱ ἐντονες ἀντιρρήσεις· \резкийая критика ἡ δριμεΤα κριτική· \резкий человек ὁ ἀπότομος ἀνθρο>πος. -
14 μετάπτωση
[-ις (-εως)] η1) резкая смена, перемена (состояния, положения); переход (в другое состояние);μετάπτ της θερμοκρασίας — резкая смена температуры;
ο ασθενής παρουσιάζει απότομους μετάπτώσεις — состояние больного резко меняется;
2) геол опускание суши;3) астр. перемещение небесного экватора по эклиптике; 4) изменение значения (слова, префикса и т. п.) -
15 πέσιμο
πεσιό τό1) падение;έκανα ένα πέσιμο, πού... — я так упал, что...;
2) падение, выпадение;πέσιμο των μαλλιών (πτερδν) — выпадение волос (перьев);
πέσιμο των φύλλων — листопад;
3) падение, снижение, понижение;πέσιμο των τιμών — падение цен;
πέσιμο της θερμοκρασίας — снижение температуры;
4) укладывание (в постель) -
16 отмечать
ρ.δ.βλ. отметить.1. βλ. отметиться.2. παρατηρούμαι•-ается пониж-ние температуры παρατηρείται πτώση της θερμοκρασίας.
-
17 резкий
επ., βρ: -зок, -зка, -зко; резче.1. οξύς, δριμύς• διαπεραστικός, σφοδρός• δυνατός, ισχυρός•резкий холод όριμύ ψύχος, τσουχτερό κρύο•
резкий ветер σφοδρός άνεμος•
-ая боль δυνατός πόνος•
резкий свет δυνατό (χτυπητό) φως•
резкий залах δριμεία οσμή•
резкий голос διαπεραστική φωνή.
2. αδρός, ζωηρός• χαρακτηριστικός, ευδιάκριτος•-ие черты лица αδρά χαρακτηριστικά του προσώπου.
3. αιφνίδιος• απότομος•-ое изменение погоды απότομη αλλαγή του καιρού•
-ое повышение температуры απότομη άνοδος της θερμοκρασίας•
-ое повышение цен απότομη άνοδος των τιμών•
-ие движения рук απότομες κινήσεις των χεριών (απότομες χειρονομίες).
4. μτφ. αυστηρός, τσουχτερός, δρ ι-μύς•-ая критика αυστηρή κριτική, μαστίγωμα, καυτηρίαση.
|| αυθάδης, θρασύς•резкий ответ απότομη, θρασεία απάντηση•
-ие слова βωμολοχίες, αισχρόλογα.
-
18 индикатор
ο ενδείκτης, ο δείκτης- газа предохранительный горн. о ανιχνευτής αερίων- курса маяка бортовой (система слепой посадки) - πορείας φάρου (σύστημα τυφλής προσγείωσης)маршрутный ж.-д. - πορείαςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > индикатор